Τα τελευταία χειρόγραφα - Εισαγωγή (Αη Στράτης)

Από το 1918, που ιδρύθηκε το Σοσιαλιστικό Εργατικό –κατοπινά Κομμουνιστικό-  Κόμμα της Ελλάδας και σε όλη τη μακρόχρονη πορεία και δράση του, αντιμετώπιζε μόνιμα, συνεχώς και αδιάλειπτα παντοειδείς διωγμούς και κατατρεγμούς από την πλευρά της αστικής τάξης και του κρατικού μηχανισμού της, καθώς και κάθε είδους τρομοκρατικές-δολοφονικές επιθέσεις από ποικιλώνυμες παρακρατικές φασιστικές συμμορίες.

Το ΚΚΕ, τα στελέχη και τα μέλη του, ήταν μόνιμος στόχος των επιθέσεων της αντιδραστικής εξουσίας, γιατί πάντα και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, στάθηκαν στην πρωτοπορία των αγώνων για την υπεράσπιση των ζωτικών συμφερόντων της εργατικής τάξης, της αγροτιάς, της μικροαστικής τάξης, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων των πόλεων και της προοδευτικής διανόησης.

Σε μεγάλα χρονικά διαστήματα το ΚΚΕ λειτουργούσε «εκτός νόμου». Αυτό έγινε στη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας του Πάγκαλου (1925-1926), στη διάρκεια της φασιστικής δικτατορίας της 4ης Αυγούστου (1936-1941), στη διάρκεια της γερμανο-ιταλικής κατοχής (1941-1944) και από τις 8 Γενάρη 1948, μέχρι την πτώση της στρατιωτικο-φασιστικής δικτατορίας των συνταγματαρχών τον Ιούλη του 1974. Σε αρκετά μεσοδιαστήματα το ΚΚΕ ήταν τυπικά «νόμιμο» αλλά, ουσιαστικά δρούσε σε μισοπαρανομία, αφού δεχόταν κάθε λογής διώξεις, απαγορεύσεις, περιορισμούς και αστυνομικά τρομοκρατικά μέτρα από την πλευρά των αντιδραστικών αστικών κυβερνήσεων.

Η ντόπια πλουτοκρατική ολιγαρχία, με την καθοδήγηση και ολόπλευρη ενίσχυση των ξένων ιμπεριαλιστών, των Άγγλων πρώτα και των Αμερικάνων σε συνέχεια, προσπαθούσε να ανακόψει και να τσακίσει το αναπτυσσόμενο κομμουνιστικό, εργατικό και λαϊκό κίνημα, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα και μέτρα: μαζικές συλλήψεις, δίκες και καταδίκες, εγκλεισμούς σε φυλακές και σε στρατόπεδα εξορίστων χιλιάδων και χιλιάδων κομμουνιστών και άλλων αριστερών αγωνιστών του λαϊκού κινήματος κ.ά. Η χρησιμοποίηση αυτών ή των άλλων μέτρων, η έκτασή τους, η όξυνση ή η χαλάρωσή τους διαφοροποιούνταν ανάλογα με τη συγκεκριμένη κάθε φορά κατάσταση του λαϊκού κινήματος, ανάλογα με το αν το λαϊκό κίνημα βρισκόταν σε περίοδο ανόδου ή σε περίοδο υποχώρησης.

Σημαντικό τμήμα της γενικότερης πάλης του κομμουνιστικού και λαϊκού  κινήματος της χώρας μας, ήταν η αντίσταση και πάλη των κομμουνιστών και άλλων αριστερών λαϊκών αγωνιστών, πολιτικών κρατουμένων στις φυλακές και τα στρατόπεδα εξορίστων. Κομμάτι-κομμάτι, κάθε φάση της πάλης αυτής επηρεαζόταν καθοριστικά από το επίπεδο της συνολικής πάλης του κομμουνιστικού και λαϊκού κινήματος, από τη γενικότερη πολιτική κατάσταση στη χώρα και το συγκεκριμένο συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων, στην αντίστοιχη χρονική περίοδο.

Σήμερα θα μιλήσουμε για τη ζωή και τους αγώνες των πολιτικών εξορίστων στο στρατόπεδο του Αη Στράτη, κατά την περίοδο 1950-1962.

Αρχικά, πριν μπούμε στην παρουσίαση των βασικών γεγονότων αυτής της περιόδου, σκόπιμο είναι να γυρίσουμε μερικά χρόνια πίσω, για να δούμε σε συντομία το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα στην Ελλάδα μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας και το πώς στην πορεία δημιουργήθηκε το στρατόπεδο εξορίστων του Αη Στράτη στα 1950.

Η συμφωνία της Βάρκιζας υπογράφηκε στις 12 Φλεβάρη του 1945, από την αντιπροσωπεία της κυβέρνησης Ν. Πλαστήρα, που την αποτελούσαν οι Ιωάννης Σοφιανόπουλος υπουργός Εξωτερικών, Περικλής Ράλλης υπουργός Εσωτερικών και Ιωάννης Μακρόπουλος υπουργός Γεωργίας και από την αντιπροσωπεία της ΚΕ του ΕΑΜ, που την αποτελούσαν οι Γεώργιος Σιάντος, Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτριος Παρτσαλίδης, Γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ και Ηλίας Τσιριμώκος, Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ). Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση των δύο αντιπροσωπειών «Κατά την υπογραφήν παρίσταντο και οι κ.κ. Μακ Μίλαν, μόνιμος υπουργός Μ.Ανατολής και Λήπερ πρεσβευτής της Μ. Βρετανίας».

Η συμφωνία της Βάρκιζας δεν ήταν ένας αναγκαίος συμβιβασμός, όπως ισχυρίστηκαν οι καθοδηγητές του ΚΚΕ, αλλά μια συνθηκολόγησή τους μπροστά στον εχθρό, μια άνευ όρων παράδοση. Με τη συμφωνία αυτή, ο ΕΛΑΣ, τακτικός και εφεδρικός, το ΕΛΑΝ και η Εθνική Πολιτοφυλακή παρέδωσαν τα όπλα και διαλύθηκαν, ενώ ταυτόχρονα νομιμοποιούνταν οι διώξεις των αγωνιστών της εαμικής αντίστασης. Έτσι ακριβώς, οι αντιδραστικές δυνάμεις, έχοντας  εγκατασταθεί στην εξουσία με τη δύναμη των αγγλικών όπλων, μπόρεσαν να ξαπολύσουν έναν μονόπλευρο εμφύλιο πόλεμο ενάντια στο λαϊκο-δημοκρατικό κίνημα της Ελλάδας.

ΜΕΤΑ ΤΗ ΒΑΡΚΙΖΑ
Η αντίδραση ξαπολύει μονόπλευρο εμφύλιο πόλεμο

Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, οι αντιδραστικές κυβερνήσεις της Ελλάδας, με την καθοδήγηση και ολό­πλευρη υποστήριξη των Άγγλων ιμπεριαλιστών, ξαπόλυσαν μια μανιασμένη τρομοκρατική επίθεση ενάντια στο ΚΚΕ, το ΕΑΜ, το εργατικό και λαϊκό κίνημα, που πήρε τη μορφή μονόπλευρου εμφύλιου πολέμου. Παντοειδείς διωγμοί και κατατρεγμοί, μαζικές συλλήψεις κομμουνιστών και εαμιτών, αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Γεμίζουν οι φυλακές. Στήνονται δίκες και καταδίκες αντιστασιακών. Αρχίζουν εκτελέσεις καταδικασμένων σε θάνατο. Ταυτόχρονα, οι παρακρατικοί φονιάδες Χίτες και Εδεσίτες σε Αθήνα και Πειραιά, Μαγγανάδες, Σούρληδες και άλλοι όμοιοί τους στην ύπαιθρο χτυπούν και ρημάζουν, δολοφονούν νύχτα μέρα λαϊκούς αγωνιστές.

Εκτεταμένες επιθέσεις κατά του αριστερού τύπου πραγματοποιούνται την περίοδο αυτή. Δυνάμεις της Εθνοφυλακής και της Χωροφυλακής, συχνά σε άμεση συνεργασία με παρακρατικές φασιστικές συμμορίες, καταλαμβάνουν γραφεία εαμικών εφημερίδων, καταστρέφουν τον εξοπλισμό τους και τα τυπογραφεία τους, κακοποιούν και συλλαμβάνουν δημοσιογράφους και εργατοτεχνικό προσωπικό των τυπογραφείων. Τέτοιες επιθέσεις δέχονται και τα πρακτορεία διανομής τύπου, έτσι που γίνεται προβληματική, έως και αδύνατη, σε ορισμένες περιοχές της υπαίθρου, η κυκλοφορία των εφημερίδων του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.

Ενεργητική συμμετοχή στο τρομοκρατικό όργιο κατά των δυνάμεων της εαμικής αντίστασης την περίοδο αυτή είχαν και οι εθνοπροδότες ταγματασφαλίτες, που στον καιρό της χιτλεροφασιστικής κατοχής διέπραξαν τερατώδη εγκλήματα σε βάρος του αγωνιζόμενου για την ελευθερία του λαού της Ελλάδας. Ένας αριθμός από αυτούς είχαν κλειστεί σε ειδικά στρατόπεδα, μετά την απελευθέρωση τον Οκτώβριο του 1944. Αλλά με την έναρξη των συγκρούσεων το Δεκέμβρη του 1944 αυτοί αφέθηκαν ελεύθεροι και εντάχθηκαν στις δυνάμεις που κάτω από την καθοδήγηση των Άγγλων πολεμούσαν ενάντια στον ΕΛΑΣ. Είναι αποκαλυπτικά όσα έγραψε σχετικά με αυτό, ο στρατηγός Λέων Σπαής, υπουργός τότε Στρατιωτικών, σε άρθρο του το 1976 στο περιοδικό Πολιτικά Θέματα: «Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν κατά του ΕΑΜ τα Τάγματα Ασφαλείας. Η εισήγηση ήταν των Άγγλων και η απόφαση δική μου... Συνολικά υπήρχαν 27.000 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας.  Χρησιμοποιήσαμε 12.000… Τους ντύσαμε και τους εξοπλίσαμε αφού τους πήραμε από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως». Μετά τη Βάρκιζα, οι περισσότεροι αξιωματικοί και άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας όχι μόνο παρέμειναν ελεύθεροι αλλά και εντάχθηκαν άμεσα στην Εθνοφυλακή και στη Χωροφυλακή ή ενσωματώθηκαν στις παρακρατικές φασιστικές συμμορίες της Δεξιάς, για να συνεχίσουν το έργο της δίωξης των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης.

Διάταξη της συμφωνίας της Βάρκιζας  (Άρθρο 3ο Αμνηστία), που εξαιρούσε της αμνηστίας «τα συναφή κοινά αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία δια την επιτυχίαν του πολιτικού αδικήματος», αξιοποιήθηκε πλατιά από το μεταβαρκιζιανό κράτος για μαζικές διώξεις, δίκες και καταδίκες χιλιάδων αγωνιστών της εαμικής αντίστασης, με σκηνοθετημένες, ψεύτικες κατηγορίες για διάπραξη κοινών αδικημάτων στην κατοχή. Σε αυτό το πλαίσιο δούλευαν ακατάπαυστα τα κακουργιοδικεία, δικάζοντας και καταδικάζοντας σε θάνατο, σε ισόβια δεσμά και σε άλλες βαριές ποινές εκατοντάδες αντιστασιακούς αγωνιστές. Στην πορεία έγιναν πολλές εκτελέσεις καταδικασμένων σε θάνατο. «Χτυπητό παράδειγμα είναι η περίπτωση της εκτέλεσης 154 καταδίκων των κακουργιοδικείων σ’ όλη την Ελλάδα την Τρίτη του Πάσχα του 1948, σε αντίποινα για το φόνο του Υπουργού Δικαιοσύνης Χρήστου Λαδά, που έγινε … το Μ. Σάββατο, 1 Μαΐου 1948 έξω από τον Άη Γιώργη Καρύτση στην Αθήνα». Την εκτέλεση διέταξε  ο Κωνσταντίνος Ρέντης, Υπουργός Δημόσιας Τάξης της Κυβέρνησης Θεμιστοκλή Σοφούλη, που είχε τη στήριξη του Λαϊκού Κόμματος, του Κόμματος των Φιλελευθέρων και άλλων μικρότερων κομμάτων του Κέντρου και της Δεξιάς.

Ένα από τα χαρακτηριστικά της πολιτικής ζωής της Ελλάδας, στη μεταβαρκιζιανή περίοδο, ήταν οι συχνές κυβερνητικές αλλαγές. Αυτές οι αλλαγές, που έκφραζαν την αστάθεια και κρίση του καθεστώτος, πραγματοποιούνταν με την άμεση παρέμβαση των Άγγλων ιμπεριαλιστών. Στην Ελλάδα είχε εγκαθιδρυθεί, με τη δύναμη των αγγλικών όπλων, καθεστώς κατοχής. Στις επιχειρήσεις του Δεκέμβρη 1944 είχαν λάβει μέρος 60.000 άνδρες του αγγλικού στρατού. Μετά τη Βάρκιζα, ο αριθμός αυτός όχι μόνο δεν είχε μειωθεί, αλλά αυξήθηκε παραπέρα με τον ερχομό διαφόρων ειδικών αγγλικών στρατιωτικών αποστολών, συμβούλων, επιτηρητών κ.λ.π. Στο έδαφος αυτό, οι Άγγλοι αποφάσιζαν για όλα, αυτοί ανεβοκατέβαζαν κυβερνήσεις και πρωθυπουργούς, σύμφωνα με τα κάθε φορά σχέδιά τους.    

Ο Ν. Πλαστήρας, λόγω της αντιμοναρχικής ιστορίας του, είχε επιλεγεί από τους Άγγλους σαν ο «κατάλληλος» πρωθυπουργός (ορκίστηκε στις 3 Γενάρη του 1945, στη θέση του Γ. Παπανδρέου), για να κάνει τη «δουλειά» της συμφωνίας της Βάρκιζας. Ο Ν. Πλαστήρας, αφού τελείωσε τη «δουλειά» αυτή, άρχισε να στήνει το πρώτο σκηνικό του μονόπλευρου εμφύλιου πολέμου ενάντια στο εαμικό κίνημα. Αλλά αυτό δεν κράτησε ούτε δυο μήνες. Στις 8 Απρίλη του 1945 ο Ν. Πλαστήρας εξαναγκάστηκε σε παραίτηση και στη θέση του διορίστηκε Πρωθυπουργός ο ναύαρχος σε αποστρατεία Πέτρος Βούλγαρης. Οι Άγγλοι έκριναν, πως ο Π. Βούλγαρης, που ήταν διευθύνων σύμβουλος στις επιχειρήσεις του μεγαλοβιομήχανου Μποδοσάκη-Αθανασιάδη και είχε διακριθεί στην καταστολή του κινήματος στο Πολεμικό Ναυτικό το 1944 στη Μέση Ανατολή, θα μπορούσε πιο αποφασιστικά και αποτελεσματικά να εφαρμόσει τα σχέδιά τους για την περίοδο που ερχόταν.

Ο Π. Βούλγαρης παρέμεινε στην πρωθυπουργία από τις 8 Απρίλη του 1945 μέχρι τις 17 Οκτώβρη του 1945, δηλαδή για έξι μήνες και 10 ημέρες. Σε αυτό το διάστημα, η βία και η τρομοκρατία της αντίδρασης ενάντια στο κομμουνιστικό, εργατικό και λαϊκό κίνημα προσέλαβε τεράστιες διαστάσεις και οι Άγγλοι εδραίωναν τον έλεγχό τους πάνω στη χώρα μας. Το βασικό πρόβλημα, που έμπαινε τότε για την ελληνική αντίδραση και τους Άγγλους ήταν να ανασυγκροτήσουν τον ξεχαρβαλωμένο και ουσιαστικά ανύπαρκτο κρατικό μηχανισμό και να συγκροτήσουν τον κυβερνητικό στρατό, πριν οι κομμουνιστές και το λαϊκό κίνημα ανασυντάξουν τις δικές τους δυνάμεις και περάσουν στην αντεπίθεση.

Την αναδιοργάνωση των σωμάτων ασφαλείας ανέλαβαν τον Ιούλιο του 1945 Βρετανοί αξιωματικοί υπό την αιγίδα της Βρετανικής Αποστολής για  την Αστυνομία και τις φυλακές. Επικεφαλής της αποστολής η οποία παρέμεινε στην Ελλάδα μέχρι το 1951 ήταν ο Charles Wickham. (βλ. Π. Βόγλη, σελ. 84)

Διάδωσέ το